

1. Τι είναι οι αρωματικές ύλες και γιατί χρησιμοποιούνται στα τρόφιμα;
Αρωματικές ύλες (flavourings) είναι οι ουσίες («φυσικές» και «τεχνητές»), οι οποίες δεν προορίζονται/αναμένονται να καταναλωθούν ως έχουν, αλλά προστίθενται στα τρόφιμα ώστε στα τελικά παραγόμενα προϊόντα, να:
Αρωματικές ύλες (flavourings) είναι οι ουσίες («φυσικές» και «τεχνητές»), οι οποίες δεν προορίζονται/αναμένονται να καταναλωθούν ως έχουν, αλλά προστίθενται στα τρόφιμα ώστε στα τελικά παραγόμενα προϊόντα, να:
• προσδώσουν συγκεκριμένο άρωμα ή/και γεύση (τέτοια χρήση για παράδειγμα είναι η προσθήκη εκχυλισμάτων εσπεριδοειδών για την παραγωγή αρωματισμένων μη αλκοολούχων ποτών) ή
• μεταβάλουν/τροποποιήσουν το άρωμα ή/και τη γεύση,
στην περίπτωση κατά την οποία η παραγωγική διαδικασία (όπως η θερμική
επεξεργασία) έχει αλλοιώσει τα αυτά οργανοληπτικά χαρακτηριστικά (τέτοια
χρήση για παράδειγμα αφορά η προσθήκη αρώματος βανίλιας/εκχυλισμάτων
φρούτων σε επιδορπίων γιαουρτιού).
Οι αρωματικές ύλες έχουν μακρά ιστορία ασφαλούς
χρήσης στη βιομηχανία τροφίμων και χρησιμοποιούνται ως επί των πλείστων
σε ζαχαρώδη, αναψυκτικά, δημητριακά, εκλεκτά αρτοσκευάσματα (όπως κέικ)
και επιδόρπια γιαουρτιού για την απόδοση συγκεκριμένης γεύσης ή/και
αρώματος. Συνήθως οι αρωματικές ύλες επιτυγχάνουν το τεχνολογικό τους
αποτέλεσμα σε πολύ μικρές ποσότητες χρήσης, οπότε η έκθεση του
καταναλωτή σε αυτές, μέσω της πρόσληψης τελικών προϊόντων, αναμένεται να
είναι ιδιαίτερα χαμηλή.
Σημειώνεται ότι σε καμία περίπτωση, οι αρωματικές ύλες δεν θα πρέπει,
ιδίως, να χρησιμοποιούνται κατά τρόπο παραπλανητικό για τον καταναλωτή
σχετικά με θέματα που αφορούν μεταξύ άλλων τη φύση, τη φρεσκάδα, την
ποιότητα των χρησιμοποιούμενων συστατικών, το φυσικό χαρακτήρα ενός
προϊόντος ή της διαδικασίας παραγωγής, ή τη διατροφική αξία του
προϊόντος.

2. Ποιες αρωματικές ύλες μπορούν να χρησιμοποιούνται στα τρόφιμα; Υπάρχει σχετικός ορισμός;
Οι αρωματικές ύλες χρησιμοποιούνται για να βελτιώσουν ή να τροποποιήσουν την οσμή και/ή τη γεύση των τροφίμων προς όφελος του καταναλωτή. Για το σκοπό αυτό, η ισχύουσα ενωσιακή νομοθεσία (βλ. κάτωθι) προβλέπει ότι μπορούν να χρησιμοποιούνται:
Οι αρωματικές ύλες χρησιμοποιούνται για να βελτιώσουν ή να τροποποιήσουν την οσμή και/ή τη γεύση των τροφίμων προς όφελος του καταναλωτή. Για το σκοπό αυτό, η ισχύουσα ενωσιακή νομοθεσία (βλ. κάτωθι) προβλέπει ότι μπορούν να χρησιμοποιούνται:
Α) αρωματικές ύλες, οι οποίες χρησιμοποιούνται ή προορίζονται να χρησιμοποιηθούν εντός και επί των τροφίμων,
Β) συστατικά τροφίμων με αρωματικές ιδιότητες
Γ) τρόφιμα που περιέχουν αρωματικές ύλες ή/και πρώτες ύλες για συστατικά τροφίμων με αρωματικές ιδιότητες
Δ) πρώτες ύλες για αρωματικές ύλες ή/και πρώτες ύλες για συστατικά τροφίμων με αρωματικές ιδιότητες.
Ειδικότερα, Όσον αφορά στις αρωματικές ύλες, αυτές διακρίνονται σε στις ακόλουθες έξι κατηγορίες:
A) Aρωματικές ύλες
• αρωματικές ουσίες
(flavouring substances). Αυτές αποτελούν χημικές ουσίες, καθορισμένης
χημικής δομής, με αρωματικές ιδιότητες, όπως για παράδειγμα η κιτράλη, η
οποία όταν προστίθεται σε τρόφιμα (κυρίως ποτά) δίνει τη χαρακτηριστική
γεύση λεμονιού/κίτρου. Άλλες για παράδειγμα είναι η μενθόλη, η
βανιλλίνη, κ.ά. Σε αυτές ανήκουν και οι «φυσικές» (natural) αρωματικές
ουσίες. Οι φυσικές αρωματικές ουσίες είναι ουσίες που απαντώνται φυσικώς
και έχουν εντοπιστεί στη φύση ενώ λαμβάνονται με κατάλληλες φυσικές,
ενζυμικές ή μικροβιακές διεργασίες από ύλη φυτικής, ζωικής ή μικροβιακής
προέλευσης, είτε σε πρωτογενή κατάσταση είτε μετά από επεξεργασία για
ανθρώπινη κατανάλωση. Παράδειγμα φυσικής αρωματικής ύλης είναι η
μενθόλη, η οποία λαμβάνεται με κλασματική απόσταξη από έλαιο μέντας και
το λιμονένιο, το οποίο λαμβάνεται με απόσταξη με ατμό από πορτοκάλι. • αρωματικά παρασκευάσματα (flavouring preparations). Αφορούν σε άλλα προϊόντα, πλην των αρωματικών ουσιών, τα οποία λαμβάνονται με κατάλληλες φυσικές, ενζυμικές ή μικροβιακές διεργασίες από τρόφιμο ή/και από ύλη φυτικής, ζωικής ή μικροβιακής προέλευσης, πλην των τροφίμων. Παραδείγματα αρωματικών παρασκευασμάτων αποτελούν το εκχύλισμα μέντας, το εκχύλισμα βανίλιας, το έλαιο πορτοκαλιού, κ.ά..
• αρωματικές ύλες θερμικής επεξεργασίας (thermal process flavourings). Τα προϊόντα αυτά λαμβάνονται ύστερα από θερμική επεξεργασία μείγματος συστατικών που δεν έχουν αναγκαστικά αρωματικές ιδιότητες και από τα οποία ένα τουλάχιστον περιέχει άζωτο (αμινική ομάδα) και ένα άλλο είναι ανάγον σάκχαρο, οπότε και κατά την παραγωγική διαδικασία αναπτύσσεται η σχετική αρωματική ύλη. Ως τέτοιο παράδειγμα παρατηρείται η ανάδειξη αρώματος στα τρόφιμα κατά το ψήσιμο π.χ. του κρέατος ή του ψωμιού. Ουσίες που ανήκουν στην κατηγορία αυτή χρησιμοποιούνται για τον αρωματισμό διαφόρων προϊόντων σάλτσας, σως και σούπας.
• αρτύματα καπνιστών τροφίμων (smoke flavourings). Ως τέτοια θεωρούνται τα προϊόντα που λαμβάνονται με κλασματοποίηση και απομόνωση καθαρού συμπυκνωμένου καπνού, τα οποία προστίθενται στα τρόφιμα κυρίως για να αποδόσουν/προσδώσουν τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά που επιτυγχάνονται με την παραδοσιακή μέθοδο της κάπνισης.
• πρόδρομες αρωματικές ύλες (flavour precursors). Αφορούν προϊόντα, τα οποία αυτά καθ’ αυτά δεν διαθέτουν αναγκαστικά αρωματικές ιδιότητες, αλλά η αρωματική τους ιδιότητα προκύπτει κατά την επεξεργασία τροφίμου με διάσπαση ή αντίδραση με άλλα συστατικά. Παραδείγματα αναφέρονται οι υδατάνθρακες, ολιγοπεπτίδια, αμινοξέα.
• άλλες αρωματικές ύλες ή μείγματα αυτών (other flavourings). Είναι ουσίες, οι οποίες δεν κατατάσσονται στις ανωτέρω κατηγορίες, αλλά όταν προστεθούν στα τρόφιμα προσδίδουν άρωμα ή/και γεύση. Ως τέτοιο παράδειγμα είναι ο αιθέρας ρούμι, που αποτελεί μίγμα διαφορετικών αρωματικών συστατικών.
Β) Συστατικά τροφίμων με αρωματικές ιδιότητες
Είναι συστατικό τροφίμων πλην των αρωματικών υλών, το οποίο μπορεί να προστεθεί σε τρόφιμο με κύριο σκοπό την πρόσδοση γεύσης σε αυτό ή την τροποποίηση της γεύσης του. Παράδειγμα αποτελεί η κανέλλα (περιέχει κουμαρίνη) σε είδη ζαχαροπλαστικής.
Είναι συστατικό τροφίμων πλην των αρωματικών υλών, το οποίο μπορεί να προστεθεί σε τρόφιμο με κύριο σκοπό την πρόσδοση γεύσης σε αυτό ή την τροποποίηση της γεύσης του. Παράδειγμα αποτελεί η κανέλλα (περιέχει κουμαρίνη) σε είδη ζαχαροπλαστικής.
Γ) Τρόφιμα που περιέχουν αρωματικές ύλες ή/και πρώτες ύλες για συστατικά τροφίμων με αρωματικές ιδιότητες
Αφορούν τρόφιμα που περιέχουν αρωματικές ύλες. Ως πρώτη ύλη για την παρασκευή αρωματικών υλών ή συστατικών τροφίμων με αρωματικές ιδιότητες μπορεί να είναι φυτικής, ζωικής, μικροβιακής ή ανόργανης προέλευσης, τρόφιμο ή και πρώτη ύλη πλην τροφίμου. Ως τέτοια παραδείγματα αναφέρονται τα μη επεξεργασμένα τρόφιμα, όπως φρούτα, λαχανικά, μανιτάρια, κρέας, ψάρι, αρωματικά φυτά και τα επεξεργασμένα τρόφιμα, όπως μαύρα φασόλια σόγιας (ζύμωση), τυρί (ενζυματική δράση), κ.ά. Σημείωση: Η νομοθεσία ορίζει εξαιρέσεις χρήσης πρώτων υλών, οι οποίες πρώτες ύλες δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται στην παρασκευή αρωματικών υλών ή/και συστατικών τροφίμων με αρωματικές ιδιότητες. Επίσης περιγράφει ειδικούς όρους χρήσης αρωματικών υλών ή/και συστατικών τροφίμων με αρωματικές ιδιότητες που παρασκευάζονται από ορισμένες πρώτες ύλες.
Αφορούν τρόφιμα που περιέχουν αρωματικές ύλες. Ως πρώτη ύλη για την παρασκευή αρωματικών υλών ή συστατικών τροφίμων με αρωματικές ιδιότητες μπορεί να είναι φυτικής, ζωικής, μικροβιακής ή ανόργανης προέλευσης, τρόφιμο ή και πρώτη ύλη πλην τροφίμου. Ως τέτοια παραδείγματα αναφέρονται τα μη επεξεργασμένα τρόφιμα, όπως φρούτα, λαχανικά, μανιτάρια, κρέας, ψάρι, αρωματικά φυτά και τα επεξεργασμένα τρόφιμα, όπως μαύρα φασόλια σόγιας (ζύμωση), τυρί (ενζυματική δράση), κ.ά. Σημείωση: Η νομοθεσία ορίζει εξαιρέσεις χρήσης πρώτων υλών, οι οποίες πρώτες ύλες δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται στην παρασκευή αρωματικών υλών ή/και συστατικών τροφίμων με αρωματικές ιδιότητες. Επίσης περιγράφει ειδικούς όρους χρήσης αρωματικών υλών ή/και συστατικών τροφίμων με αρωματικές ιδιότητες που παρασκευάζονται από ορισμένες πρώτες ύλες.
3. Με ποιο τρόπο οι αρωματικές ύλες διατίθενται για χρήση στο τελικό προϊόν;
Η νομοθεσία προβλέπει ότι οι αρωματικές ύλες μπορούν να πωλούνται/διακινούνται μεμονωμένα ή αναμεμειγμένα μεταξύ τους ή με άλλα συστατικά τροφίμων. Επίσης είναι δυνατή η προσθήκη πρόσθετων τροφίμων, τα οποία επιτρέπονται βάσει του Καν. (ΕΚ) 1333/2008 για τεχνολογικούς σκοπούς. Η διάθεση αυτών μπορεί να γίνεται είτε προς πώληση απευθείας στον τελικό καταναλωτή είτε όχι (business to business).
Η νομοθεσία προβλέπει ότι οι αρωματικές ύλες μπορούν να πωλούνται/διακινούνται μεμονωμένα ή αναμεμειγμένα μεταξύ τους ή με άλλα συστατικά τροφίμων. Επίσης είναι δυνατή η προσθήκη πρόσθετων τροφίμων, τα οποία επιτρέπονται βάσει του Καν. (ΕΚ) 1333/2008 για τεχνολογικούς σκοπούς. Η διάθεση αυτών μπορεί να γίνεται είτε προς πώληση απευθείας στον τελικό καταναλωτή είτε όχι (business to business).
4. Ποιο είναι το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τις αρωματικές ύλες;
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1334/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2008 για αρωματικές ύλες και ορισμένα συστατικά τροφίμων με αρωματικές ιδιότητες που χρησιμοποιούνται εντός και επί των τροφίμων και για την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1601/91 του Συμβουλίου, του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2232/96, του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 110/2008 και της Οδηγίας 2000/13/ΕΚ. Ο Κανονισμός αυτός καταργεί την Οδηγία 88/388/ΕΟΚ (βάση του Κανονισμού, άρθρο 44 του Κώδικα Τροφίμων και Ποτών), την Απόφαση 88/389/ΕΟΚ και την Οδηγία 91/71/ΕΟΚ. Εφαρμόζεται από τις 20 Ιανουαρίου 2011.
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1334/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2008 για αρωματικές ύλες και ορισμένα συστατικά τροφίμων με αρωματικές ιδιότητες που χρησιμοποιούνται εντός και επί των τροφίμων και για την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1601/91 του Συμβουλίου, του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2232/96, του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 110/2008 και της Οδηγίας 2000/13/ΕΚ. Ο Κανονισμός αυτός καταργεί την Οδηγία 88/388/ΕΟΚ (βάση του Κανονισμού, άρθρο 44 του Κώδικα Τροφίμων και Ποτών), την Απόφαση 88/389/ΕΟΚ και την Οδηγία 91/71/ΕΟΚ. Εφαρμόζεται από τις 20 Ιανουαρίου 2011.
Τα κύρια σημεία του συγκεκριμένου Κανονισμού είναι:
- περιγράφει και θέτει γενικές απαιτήσεις ως προς την αξιολόγηση και την έγκριση ως προς την ασφαλή χρήση των αρωματικών ουσιών στα τρόφιμα, - δίνει ορισμούς και κατηγοριοποιεί τις αρωματικές ύλες,
- περιγράφει και θέτει γενικές απαιτήσεις ως προς την αξιολόγηση και την έγκριση ως προς την ασφαλή χρήση των αρωματικών ουσιών στα τρόφιμα, - δίνει ορισμούς και κατηγοριοποιεί τις αρωματικές ύλες,
- καθορίζει ανώτατα επιτρεπόμενα όρια για ορισμένες
ουσίες, οι οποίες απαντώνται φυσικώς σε αρωματικές ύλες ή/και συστατικά
τροφίμων με αρωματικές ιδιότητες και που χρησιμοποιούνται εντός και επί
των σύνθετων τροφίμων ενώ επιπλέον ορίζει τις ουσίες, οι οποίες δεν
επιτρέπεται να προστίθενται στα τρόφιμα ως έχουν
- ορίζει τις προδιαγραφές για την παρασκευή
αρωματικών υλών θερμικής επεξεργασίας και περιορίζει τη χρήση ορισμένων
βοτάνων για τον αρωματισμό τροφίμων είτε σαν πρώτη ύλη για την παρασκευή
αρωματικών υλών
- περιγράφει τους όρους παρασκευής αρωματικών υλών
θερμικής επεξεργασίας και τα ανώτατα επίπεδα για ορισμένες ουσίες σε
αρωματικές ύλες θερμικής επεξεργασίας - προδιαγράφει το νομοθετικό
πλαίσιο ως προς την επισήμανση για το σκοπό της διακίνησης από
επιχείρηση σε επιχείρηση και της πώλησης στον τελικό καταναλωτή
- προσδιορίζει τις ειδικές απαιτήσεις για τη χρήση του όρου «φυσικό»
- καθορίζει τις γενικές απαιτήσεις επισήμανσης των αρωματικών υλών που δεν προορίζονται για πώληση στον τελικό καταναλωτή
- εισάγει την έννοια του ενωσιακού καταλόγου
αρωματικών υλών και πρώτων υλών, οι οποίες επιτρέπονται να
χρησιμοποιούνται εντός και επί των τροφίμων υπό τους καθορισμένους όρους
χρήσης.
Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 872/2012
της Επιτροπής για την έγκριση του καταλόγου αρτυματικών υλών που
προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2232/96 του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, την εισαγωγή του καταλόγου αυτού στο
παράρτημα Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1334/2008 του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση του κανονισμού
(ΕΚ) αριθ. 1565/2000 της Επιτροπής και της απόφασης 1999/217/ΕΚ της
Επιτροπής.
Ο Κανονισμός αυτός αρχίζει να εφαρμόζεται από τις 22 Απριλίου 2013, οπότε και θα καταργηθούν ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2232/96, ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθμ. 1565/2000 και η Απόφαση 1999/217/ΕΚ.
Τα κυριότερα σημεία του συγκεκριμένου Κανονισμού είναι:
- εγκρίνεται ενωσιακός κατάλογος αρωματικών υλών και πρώτων υλών. Ο κατάλογος περιλαμβάνει τόσο τις αξιολογημένες όσο και τις υπό αξιολόγηση αρωματικές ύλες. Στην περίπτωση των υπό αξιολόγηση αρωματικών υλών αναφέρονται υποσημειώσεις σχετικά με την πρόοδο της αξιολόγησης. Ο συγκεκριμένος κατάλογος υπόκειται σε επικαιροποίηση.
- εγκρίνεται ενωσιακός κατάλογος αρωματικών υλών και πρώτων υλών. Ο κατάλογος περιλαμβάνει τόσο τις αξιολογημένες όσο και τις υπό αξιολόγηση αρωματικές ύλες. Στην περίπτωση των υπό αξιολόγηση αρωματικών υλών αναφέρονται υποσημειώσεις σχετικά με την πρόοδο της αξιολόγησης. Ο συγκεκριμένος κατάλογος υπόκειται σε επικαιροποίηση.
- η διάθεση στην αγορά αξιολογούμενων αρωματικών υλών
και η χρήση τους εντός ή επί των τροφίμων επιτρέπεται μέχρις ότου αυτές
καταχωριστούν ή όχι ως αξιολογημένες αρωματικές ύλες στο μέρος Α του
ενωσιακού καταλόγου.
Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 873/2012 (της
Επιτροπής για μεταβατικά μέτρα όσον αφορά τον ενωσιακό κατάλογο
αρωματικών υλών και πρώτων υλών που καθορίζονται στο παράρτημα Ι του
κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1334/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του
Συμβουλίου)
Ο Κανονισμός αυτός ορίζει ενιαία μέτρα ομαλής
μετάβασης στο νέο νομοθετικό πλαίσιο για τις αρωματικές ύλες, δεδομένου
ότι οι περισσότερες από τις αρωματικές ουσίες διατίθενται ήδη στην αγορά
των Κρατών Μελών. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η ομαλή μετάβαση σε μια
ενωσιακή διαδικασία έγκρισης και αξιολόγησης και να αυξηθεί η ασφάλεια
δικαίου, κρίθηκε σκόπιμος ο ορισμός μεταβατικής περιόδου και για τα
τρόφιμα που περιέχουν τόσο τις υπό αξιολόγηση αρωματικές ουσίες όσο και
για αυτές που δεν αναφέρονται στον εγκεκριμένο ενωσιακό κατάλογο.

Τι καθορίζει ο Κανονισμός 2065/2003/ΕΚ:
α)
κοινοτική διαδικασία για την αξιολόγηση και τη χορήγηση άδειας στα
πρωτογενή συμπυκνώματα καπνού και τα πρωτογενή κλάσματα πίσσας για χρήση
ως έχουν μέσα ή πάνω σε τρόφιμα ή στην παραγωγή παραγώγων αρτυμάτων
καπνιστών τροφίμων για χρήση μέσα ή πάνω σε τρόφιμα
β)
κοινοτική διαδικασία για την κατάρτιση ενός καταλόγου επιτρεπόμενων
πρωτογενών συμπυκνωμάτων καπνού και πρωτογενών κλασμάτων πίσσας,
αποκλείοντας όλα τα άλλα στην Κοινότητα, καθώς και των όρων χρήσης τους
μέσα ή πάνω στα τρόφιμα.
Σύμφωνα
με την πρώτη φάση αξιολόγησης της σχετικής διαδικασίας, 14 από τις
συνολικά 16 αιτήσεις, οι οποίες είχαν κατατεθεί για έγκριση πρωτογενών
προιόντων αρτυμάτων καπνού αξιολογήθηκαν ως έγκυρες και πλήρεις και
προωθήθηκαν στην EFSA για την αξιολόγηση ως προς την ασφάλεια. Στην
πορεία της αξιολόγησης, 3 αιτήσεις προιόντων αποσύρθηκαν από τους
αιτούντες. Η EFSA μόλις ολοκληρώσει την αξιολόγηση των υπόλοιπων 11
πρωτογενών προιόντων καπνού, θα προχωρήσει στην κατάρτιση ενωσιακής
λίστας εγκεκριμένων πρωτογενών προιόντων για τα αρτύματα καπνού.
5. Ποιες είναι οι σημαντικότερες αλλαγές που προέκυψαν με το νέο νομοθετικό πλαίσιο;
Η νέα νομοθεσία για τις αρωματικές ύλες (Κανονισμοί
872/2012/ΕΕ και 873/2012/ΕΕ) εναρμονίζει ενιαία την έγκριση και χρήση
των αρωματικών υλών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς με τη μακρά χρήση τους
από τη βιομηχανία τροφίμων είχαν διαμορφωθεί διάφορες εθνικές
θέσεις/νομοθεσίες. Σύμφωνα με τη νέα νομοθεσία, εγκρίνεται κατάλογος με
τις αρωματικές ύλες, οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν στα τρόφιμα
στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Για τις αρωματικές ύλες που δεν αναφέρονται στον
συγκεκριμένο κατάλογο, η χρήση τους θα απαγορευτεί με την πάροδο
συγκεκριμένης χρονικής περιόδου. Για τις ουσίες αυτές, η νομοθεσία
προβλέπει ότι μπορεί να χρησιμοποιούνται στα τρόφιμα μέχρι την
ολοκλήρωση της διαδικασίας της αξιολόγησης και της έγκρισης. Επίσης,
παρέχεται ικανός χρόνος για τα ενδιαφερομένους να καταθέσουν τις
σχετικές αιτήσεις ή τα όποια απαραίτητα στοιχεία.
6. Με ποιον τρόπο εγκρίνονται οι αρωματικές ύλες στα τρόφιμα;

Ο συγκεκριμένος Κανονισμός, ο οποίος είναι ήδη σε
εφαρμογή από τις 20 Ιανουαρίου 2009, θεσπίζει μια ενιαία κοινοτική
διαδικασία αξιολόγησης έγκρισης προσθέτων, ενζύμων και αρωματικών υλών
τροφίμων, αποτελεσματική, χρονικά οριοθετημένη και διαφανής, ώστε να
διευκολύνει την ελεύθερη κυκλοφορία τους στην κοινοτική αγορά. Η ενιαία
διαδικασία έγκρισης βασίζεται σε εκτίμηση της επικινδυνότητας, την οποία
θα πραγματοποιεί η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA)
και στη διαχείριση της επικινδυνότητας στην οποία συμμετέχουν τόσο η
Επιτροπή όσο και τα Κράτη Μέλη στο πλαίσιο της διαδικασίας της
κανονιστικής επιτροπής. Στην Επιτροπή ανατίθεται το έργο της κατάρτισης,
της τήρησης και της επικαιροποίησης ενός γενικού θετικού καταλόγου για
κάθε κατηγορία των εν λόγω ουσιών, με βάση τις επιστημονικές
αξιολογήσεις της EFSA.
Ως προς τις αρωματικές ύλες (δεν
εφαρμόζεται για τα αρτύματα καπνιστών τροφίμων που χρησιμοποιούνται ή
προορίζονται να χρησιμοποιηθούν μέσα ή πάνω στα τρόφιμα, για τα οποία
ισχύει ο Καν. 2065/2003/ΕΚ), αρχικά υποβάλλεται σχετική αίτηση
για έγκριση της ουσίας για χρήση στα τρόφιμα από τον ενδιαφερόμενο προς
την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Για τις νέες αρωματικές ύλες, η Επιτροπή ζητά
από την EFSA να γνωμοδοτήσει επί της ασφάλειας. Με την ολοκλήρωση της
αξιολόγησης, η οποία συνήθως απαιτεί διάστημα περίπου στους 9 μήνες μετά
την κατάθεση, ακολουθεί συζήτηση με τα Κράτη Μέλη οπότε και η Ευρωπαική
Επιτροπή αποφασίζει για την έγκριση της ουσίας ή όχι. Η συνολική
διαδικασία της έγκρισης απαιτεί συνήθως 18 μήνες.
7. Ποιες είναι οι προϋποθέσεις έγκρισης των αρωματικών υλών;
Σύμφωνα με το ενωσιακό νομοθετικό πλαίσιο, μία αρωματική ύλη μπορεί μόνο να εγκριθεί, εφόσον πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:
- δεν προκαλούνται επιδράσεις στην υγεία στο προτεινόμενο επίπεδο χρήσης από τα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία και
- η χρήση της δεν παραπλανά τον καταναλωτή.
Για την έγκριση των αρωματικών υλών θα πρέπει να
συνεκτιμώνται και άλλες παράμετροι σχετικές με το υπό εξέταση θέμα, όπως
κοινωνικές, οικονομικές, παραδοσιακές, δεοντολογικές και
περιβαλλοντικές, κ.α.
8. Είναι η χρήση των αρωματικών υλών στα τρόφιμα ασφαλής;

Όπως αναφέρθηκε, προκειμένου για την έγκριση και
τη χρήση των περίπου 2100 αρωματικών υλών είναι απαραίτητη η αξιολόγηση
τους ως προς την ασφάλεια. Η αξιολόγηση αυτή πραγματοποιείται από την
Επιστημονική Επιτροπή των Τροφίμων, το Συμβούλιο της Ευρώπης και από τη
Μεικτή Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων των FAO/ΠΟΥ για τα πρόσθετα τροφίμων
(JECFA) και/ή την Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA).
Για τις 400 περίπου αρωματικές ύλες, για τις οποίες εκκρεμεί η
αξιολόγηση από την EFSA, και επομένως και η σχετική έγκρισή τους, αυτές
μπορεί να παραμείνουν στην αγορά έως ότου ολοκληρωθεί η σχετική
διαδικασία. Για αρκετές από τις ουσίες αυτές, οι οποίες είναι γνωστές
και χρησιμοποιούνται ήδη για μεγάλο χρονικό διάστημα στα τρόφιμα, είναι
ήδη διαθέσιμες θετικές αξιολογήσεις ως προς την ασφάλεια από άλλα
επιστημονικά σώματα, εκτός της EFSA. Σύμφωνα με τη νομοθεσία, για αυτές
τις ουσίες, είναι απαραίτητη η τελική γνωμοδότηση της EFSA, διαδικασία, η
οποία αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί έως το τέλος 2015.
9. Με ποιον τρόπο γίνεται η αξιολόγηση ως προς την ασφάλεια των αρωματικών υλών;

10. Κάθε χημική ουσία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αρωματική ύλη;

Σημειώνεται, ότι υπάρχουν ορισμένες αρωματικές ύλες,
οι οποίες χρησιμοποιούνται στα τρόφιμα με χρήση άλλη από εκείνη της
απόδοσης αρώματος ή/και γεύσης, όπως είναι για παράδειγμα οι ουσίες
καφείνη (FL 16.016), θεοβρωμίνη (FL 16.032), διυδροχαλκόνη της
νεοεσπεριδίνης (FL 16.061) και ρεμπαοδιοσίδη Α (FL 16.113).
Επιπλέον, η σχετική νομοθεσία για ορισμένες
αρωματικές ύλες προβλέπει την περιγραφή συγκεκριμένων συνθηκών χρήσης,
με σκοπό την εναρμόνιση με επιστημονικές κατευθύνσεις ως προς τυχόν
περιορισμούς στη χρήση [π.χ. d-καμφορά (FL 07.215), υδροχλωρική κινίνη
(FL 14.011, FL 14.152 και FL 14.155), γλυκυρριζικό οξύ (FL 16.012) και
το ενναμώνιο άλας του (FL 16.060)].
11. Τι είναι ο FL-αριθμός (FL-number);
Ο αριθμός αυτός αφορά σε μοναδικό αριθμό, ο οποίος
προσδιορίζει την κάθε αρωματική ύλη, σε συνάρτηση με τη γνωμοδότηση της
EFSA. Τα αρχικά FL προέρχονται από τη λέξη «FLAVIS», που με τη σειρά του
αντιστοιχούν στα αρχικά «EU flavouring information system» (σύστημα
αρίθμησης για τις αρωματικές ύλες κατά Ε.Ε.). Τονίζεται
ότι η FL-αρίθμηση δεν σχετίζεται με την επισήμανση στα τρόφιμα και σε
καμία περίπτωση δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό αυτό.

13. Πότε θα είναι διαθέσιμος ο εγκεκριμένος ενωσιακός κατάλογος με τις αρωματικές ύλες;

ΠΗΓΗ : http://www.efet.gr/portal/page/portal/efetnew/news/view_new?par_newID=810